- πταρμογόνος
- -ο, Ν(κυρίως το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πταρμογόνα(στρ. -τεχνολ.) κατηγορία αέριων πολεμικών χημικών ουσιών, η εισπνοή τών οποίων προκαλεί έντονα φτερνίσματα, βήχα, έκκριση τού βλεννογόνου τής μύτης, εμετούς, πονοκέφαλο κ.ά. συμπτώματα.
Dictionary of Greek. 2013.